συμπαθῆ

συμπαθῆ
συμπαθής
affected by like feelings
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
συμπαθής
affected by like feelings
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
συμπαθής
affected by like feelings
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Συμπαθῆ — Συμπαθής affected by like feelings masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συμπαθῇ — Συμπαθής affected by like feelings masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαθῇ — συμπαθέω to be sympathetically affected pres subj mp 2nd sg συμπαθέω to be sympathetically affected pres ind mp 2nd sg συμπαθέω to be sympathetically affected pres subj act 3rd sg συμπαθέω to be sympathetically affected pres subj mp 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπάθῃ — συμπάσχω have the same thing happen to one aor subj mp 2nd sg συμπάσχω have the same thing happen to one aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμπαθῆ — συμπαθῆ , συμπαθής affected by like feelings neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) συμπαθῆ , συμπαθής affected by like feelings masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) συμπαθῆ , συμπαθής affected by like feelings masc/fem acc sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξυμπαθῆ — Συμπαθῆ , Συμπαθής affected by like feelings masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • симпати́ческий — ая, ое. 1. устар. То же, что симпатичный. Дельвиг был среднего роста, имел вялые манеры, очень мягкое и симпатическое лицо. Панаев, Литературные воспоминания. [Путешественник] проговорил очень мягким и, как мне казалось, симпатическим голосом.… …   Малый академический словарь

  • δελφίνι — (delphinus delphis).Θηλαστικό της οικογένειας των δελφινιδών, της τάξης των κητωδών. Το σώμα του είναι ατρακτοειδές, όμοιο με ψαριού. Μπορεί να φτάσει τα 2,5 μ. σε μήκος. Στη ράχη του φέρει ένα πτερύγιο σε σχήμα δρέπανου. Τα μπροστινά άκρα του… …   Dictionary of Greek

  • συμπαθής — ές, ΝΑ αυτός που διεγείρει αίσθημα συμπάθειας, συμπαθητικός, αξιαγάπητος αρχ. 1. αυτός που συμπάσχει 2. αυτός που αισθάνεται στοργή ή τρυφερότητα για κάποιον άλλο 3. αυτός που ασκεί αμοιβαία επίδραση («νεῡρα ἀλλήλοις συμπαθῆ», Ανθ. Παλ.) 4. ιατρ …   Dictionary of Greek

  • σύμπνους — ουν και σύμπνοος, οον, Α [συμπνέω] 1. αυτός που ζωογονείται από την ίδια πνοή («τὸ φύσει διοικεῑσθαι τόνδε τὸν κόσμον, σύμπνουν καὶ συμπαθῆ αὐτὸν αὐτῷ ὄντα», Πλούτ.) 2. σύμφωνος, ταιριαστός 3. ομόγνωμος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”